-
1 βλάβη
η1) вред, ущерб; повреждение;σωματική βλάβη — телесные повреждения;
ηθική βλάβη — моральный ущерб;
οργανική βλάβη мед. — органическое повреждение;
προς βλάβην μου (σου, του κ.λ.π.) — в ущерб себе (тебе, ему и т. д.);
προς ( — или με) βλάβην της υγείας μου — в ущерб своему здоровью;
προξενώ βλάβη — причинять вред;
2) авария;
См. также в других словарях:
παρεκτρέπω — ΝΜΑ 1. στρέφω κάτι πλαγίως ή σε άλλο μέρος, εκτρέπω από την κανονική του θέση ή κατεύθυνση, απομακρύνω 2. (το μέσ.) παρεκτρέπομαι μτφ. α) εκτρέπομαι, απομακρύνομαι από την ευθεία οδό, υπερβαίνω τα όρια τού πρέποντος, παραστρατώ, ζω έκλυτο βίο β)… … Dictionary of Greek